- ευδιαλυτότητα
- η [ευδιάλυτος]η ιδιότητα τού ευδιαλύτου, τό να διαλύεται κάτι εύκολα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευδιάλυτος — Ορυκτό που αποτελείται από πυριτικά άλατα σιδήρου, ζιρκονίου και ασβεστίου. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και σχηματίζει ερυθρούς διαφανείς κρυστάλλους με υαλώδη λάμψη. Έχει σκληρότητα 5,5 και ειδικό βάρος 2,90 3,01. Βρίσκεται σε δύο… … Dictionary of Greek